τανί

τανί
και ταννί Α
(αρκαδ. τ.) (αντί τού άχρ. τασνί) γενική ενικού τού θηλ. τού τ. ὁνί*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τανιτῶν — Τανῑτῶν , Τάνις masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανίτης — Τανί̱της , Τάνις masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανίτου — Τανί̱του , Τάνις masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάνις — Τάνῑς , Τάνις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Τάνις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κατάρ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κατάρ Έκταση: 11.437 τ. χλμ. Πληθυσμός: 793.341 (2001) Πρωτεύουσα: Ντόχα (285.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Ασίας, στην Αραβική χερσόνησο, στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα Ν με τη Σαουδική Αραβία… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • εμίρης — Λέξη αραβικής προέλευσης (στα αραβικά αμίρ σημαίνει αυτός που διατάσσει) που υποδηλώνει πολιτικοθρησκευτικό τίτλο μουσουλμάνων ηγεμόνων, ο οποίος έλαβε διαφορετικό, κατά περιόδους, περιεχόμενο. Κατά την πρώτη περίοδο της επικράτησης του… …   Dictionary of Greek

  • Τιτᾶν' — Τῑτᾶνα , Τιτάν the Titans masc acc sg Τῑτᾶνι , Τιτάν the Titans masc dat sg Τῑτᾶνε , Τιτάν the Titans masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τιτᾶνι — Τῑτᾶνι , Τιτάν the Titans masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ten-1, tend- —     ten 1, tend     English meaning: to extend, stretch, span     Deutsche Übersetzung: “dehnen, ziehen, spannen”, also von the Weberei, Spinnen, Strick etc.     Grammatical information: ten bildet in IE an not thematic root aorist (ved. átan,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”